- ἐξελκυσμός
- ἐξελκυσμόςpulling outmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξελκυσμός — ο (Α ἐξελκυσμός) ιατρ. σύνολο χειρισμών με τους οποίους επιτυγχάνεται η έξοδος τού κυήματος από τα γεννητικά όργανα τής μητέρας διά μέσου τών ισχίων και τών ποδιών αρχ. 1. ώθηση προς τα έξω, μετακίνηση 2. μετακίνηση … Dictionary of Greek
ἐξελκυσμοῦ — ἐξελκυσμός pulling out masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξελκυσμῷ — ἐξελκυσμός pulling out masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξελκυσμόν — ἐξελκυσμός pulling out masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)